Γενικά
Mε τον όρο αφασία αγωγής ορίζουμε σε παθολογικό επίπεδο την αδυναμία επανάληψης λέξεων ή/και φράσεων που προτείνονται στον ασθενή προφορικά.
Πρόκειται για την αδυναμία σύνδεσης των δύο κέντρων, αυτού του Broca και αυτού του Wernicke, δηλαδή του ιδεοκινητικού με το ιδεϊκό κέντρο. Η αφασία αγωγής αναφέρεται αρχικά μόνο σε θεωρητικό επίπεδο από τον Wernicke, μετά από την αναφορά του στην αισθητική αφασία. Θεωρεί δηλαδή ότι θα πρέπει να υπάρχει μία σύνδεση μεταξύ της αισθητικής και της κινητικής περιοχής του λόγου, οπότε στη συνέχεια διακοπή αυτής της σύνδεσης θα πρέπει να προκαλεί αυτή τη συγκεκριμένη αφασία, την οποία ονομάζει στα γερμανικά Leitungsapasier, δηλαδή σε πιστή μετάφραση αφασία αγωγιμότητος. Πιστεύουμε όμως ότι και ο όρος αφασία αγωγής είναι εξ’ ίσου σαφής και για το λόγο αυτό τον χρησιμοποιούμε.
Η διακοπή της σύνδεσης μεταξύ των δύο λειτουργικών κέντρων ή περιοχών, αυτής της αισθητικής (ιδεϊκής) λειτουργίας και αυτήν της κινητικής (ιδεοκινητικής) λειτουργίας, σημαίνει ουσιαστικά την αδυναμία μετατροπής των ιδεϊκών δεδομένων, δηλαδή της εννοιολογικής σημασίας της λέξης, σε ιδεοκινητικά δεδομένα, δηλαδή σε προφορά και εκπομπή του προφορικού λόγου.
Αυτό βέβαια όσον αφορά τη θεωρία.
Στην κλινική πρακτική όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Διακόπτεται μεν αυτή η επικοινωνία την οποία αναφέραμε προηγούμενα, αλλά σήμερα πλέον γνωρίζουμε ότι υπάρχουν και άλλες οδοί, οι οποίες συμβάλουν στην εκτέλεση αυτής της μεταφοράς με σημαντικότερη αυτή του μεσολόβιου, το οποίο συμβάλει ιδιαίτερα για τη μεταφορά των δεδομένα του δεξιού εγκεφαλικού ημισφαιρίου.
Για το λόγο αυτό άλλωστε δεν υπάρχει καμία διαταραχή στον ασθενή όσον αφορά την κατανόηση του προφορικού λόγου, αλλά επίσης δεν υπάρχει σχεδόν καμία διαταραχή και στην εκπομπή του προφορικού λόγου, εκτός από κάποιες ελλείψεις λέξεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα δύο κέντρα ή περιοχές που ήδη αναφέραμε δρουν ανεξάρτητα, αφού και τα δύο συμβάλλουν για την τελική διαδικασία, η οποία είναι η εκπομπή του προφορικού λόγου.
Η αφασία αγωγής σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να παρατηρηθεί μόνη της, ενώ σε γενικότερη και εκτεταμένη βλάβη σχεδόν δεν είναι δυνατόν να την εντοπίσουμε στα πλαίσια των παθολογικών συμπτωμάτων.
Αυτό σημαίνει ότι εφόσον παρατηρούμε τα παθολογικά συμπτώματα της αφασίας αγωγής σίγουρα θα συνυπάρχουν και κάποιες άλλες διαταραχές κυρίως χωρικού τύπου στις λέξεις, όπως για παράδειγμα κάποιες παραφασίες.
Εφόσον όμως η βλάβη είναι πολύ πιο εκτεταμένη και έχουμε και κάποιου άλλου είδους αφασία, τότε τα συμπτώματα της άλλης αφασίας καλύπτουν αυτά της αγωγής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν. Η κάλυψη αυτή είναι σε λειτουργικό επίπεδο, δηλαδή τα συμπτώματα της αφασίας αγωγής δικαιολογούνται ή εκλαμβάνονται ως προερχόμενα από αντίστοιχα συμπτώματα της άλλης αφασίας, εφόσον αυτή, λόγω του εντοπισμού της είναι ιδεϊκής φύσεως. Εφόσον όμως είναι ιδεοκινητικής φύσεως, και πάλι η αδυναμία της κινητικότητας του λόγου είναι δυνατόν να εκληφθεί ως αδυναμία επανάληψης.
Για τους ανωτέρω λοιπόν λόγους η αφασία αγωγής ναι μεν υπάρχει, αλλά συναντάται και καλύπτεται από άλλες αφασίες, διατηρώντας όμως τα αμιγή συμπτώματά της.
Τα συμπτώματα της αφασίας αγωγής είναι ουσιαστικά οι δυσχέρειες ή η αδυναμία επανάληψης και κάποιες διαταραχές στη δομή των γραμμάτων μέσα στη λέξη ή και στη φράση.
Τοπογραφικός Εντοπισμός
Η βλάβη στην αφασία αγωγής εντοπίζεται μεταξύ της περιοχής (39-40) όπου η ιδεϊκή διαδικασία και της περιοχής (44-45) όπου η ιδεοκινητική διαδικασία.
Αυτό όμως είναι θεωρητικό, αφού στην πράξη δεν είναι αληθές, γιατί η περιοχή αυτή είναι αρκετά μεγάλη και μάλιστα περιλαμβάνει πολλές λειτουργικές διαδικασίες, οι οποίες προβάλλονται σε αυτές τις περιοχές από τις μέσες και ανώτερες περιοχές του βρεγματικού λοβού.
Η σύνδεση αυτών των δύο περιοχών επιτυγχάνεται με την αψιδωτή δέσμη, δηλαδή μία δέσμη η οποία έχει σχήμα αψίδας και η οποία ξεκινά από το μέσον και τέλος της υπερχειλίου έλικας (40) και καταλήγει στο μέσον περίπου της περιοχής της κινητικής αποκωδικοποίησης του λόγου (44).
Θα τονίσουμε ότι για τη συγκεκριμένη αφασία αγωγής, στο σχήμα της Αφασίας Αγωγής που προτείνουμε, δεν απεικονίζουμε τον εντοπισμό της βλάβης, αλλά την τροχιά της αψιδωτής δέσμης, η οποία σε οποιοδήποτε σημείο της και αν διακοπεί προκαλεί σίγουρα σοβαρή ή λιγότερο σοβαρή αφασία αγωγής
Εάν παρατηρήσουμε καλά την εικόνα του εντοπισμού της αψιδωτής δέσμης, θα παρατηρήσουμε ότι η δέσμη αυτή έχει άμεση σχέση και λειτουργική επικοινωνία με περιοχές, όπως αυτή της ιδεϊκής κωδικοποίησης (40), αυτή της ιδεοκινητικής απο-κωδικοποίησης (44) αλλά και των περιοχών του βρεγματικού λοβού, από τις οποίες εξαρτώνται λειτουργικά οι διαδικασίες χρόνου και χώρου σε συμβολικό επίπεδο.
Επιπλέον στην κλινική πρακτική η βλάβη δεν εντοπίζεται μόνο στην διακοπή σε κάποιο σημείο της αψιδωτής δέσμης, αλλά σχεδόν πάντα εκτείνεται προς κάποια κατεύθυνση με την ανάλογη λειτουργική πάντα παθολογία.
Για παράδειγμα στα πλαίσια της αμιγούς κινητικής αφασίας είναι δυνατόν να υπάρχει και αφασία αγωγής, εφόσον η βλάβη εκτείνεται προς τα πίσω, η ακόμα και σε αισθητική αφασία Wernicke είναι δυνατόν να έχουμε και αφασία αγωγής, εφόσον η βλάβη εκτείνεται στις οπίσθιες και άνω περιοχές. Για το λόγο αυτό απαιτείται μεγάλη προσοχή κατά την εκτίμηση της ύπαρξης η όχι αφασίας αγωγής.
Θα επισημάνουμε και πάλι ότι είναι πολύ σπάνιο να υπάρξει μόνο και μόνο αφασία αγωγής, χωρίς να εμπλέκονται και άλλες παθολογικές λειτουργικές καταστάσεις. Αυτό βέβαια ισχύει για δεξιόχειρα ή και για αριστερόχειρα με ανάλογη προς τον δεξιόχειρα εγκεφαλική κυριαρχία του λόγου.
Στις περιπτώσεις αριστερόχειρων, με αντίθετη προς τον δεξιόχειρα εγκεφαλική κυριαρχία για το λόγο, και με βλάβη στη συγκεκριμένη περιοχή του δεξιού εγκεφαλικού ημισφαιρίου, η παθολογία θα είναι όμοια με αυτήν του δεξιόχειρα.
Στις περιπτώσεις δεξιόχειρων με βλάβη στο δεξιό εγκεφαλικό ημισφαίριο στις ανάλογες περιοχές, σχεδόν δεν παρατηρούνται κάποια συμπτώματα ή ακόμα και αν παρατηρηθούν παρέρχονται πολύ σύντομα.
Στις περιπτώσεις τέλος όπου έχουμε αριστερόχειρα, με αντίθετη προς τον δεξιόχειρα εγκεφαλική κυριαρχία για το λόγο, και ανάλογη βλάβη στο αριστερό εγκεφαλικό ημισφαίριο, τότε θα παρατηρήσουμε κάποια συμπτώματα, τα οποία θα έχουν ήπια μορφή και σταδιακά θα εξαλειφθούν, είτε μέσω της αυτόματης λειτουργικής αποκατάστασης, είτε μέσω της νευρογλωσσολογικής λογοθεραπείας.
Λειτουργικός Εντοπισμός
Σε λειτουργικό επίπεδο, η διαδικασία σε ιδεϊκό επίπεδο του λόγου, τερματίζεται στην περιοχή της υπερχειλίου έλικας, και κωδικοποιημένος πλέον ο λόγος σε ιδεϊκό επίπεδο, πρέπει να προχωρήσει και να φτάσει στις ιδεοκινητικές περιοχές, για να γίνει η ανάλογη εκπομπή, αφού βέβαια πρώτα γίνει η αποκωδικοποίηση και στη συνέχεια κωδικοποίησή του σε ιδεοκινητικό επίπεδο. Αυτή η διαδρομή ακριβώς, σε λειτουργικό επίπεδο, υποστηρίζεται από την αψιδωτή δέσμη, δηλαδή κάτω και πρόσθια περιοχή του βρεγματικού λοβού, η οποία λειτουργικά δέχεται πολλές επιρροές, είτε από τον υπόλοιπο βρεγματικό λοβό, είτε ακόμα και από άλλες γειτονικές περιοχές, χωρίς να ξεχνάμε και τις επιρροές που δέχεται από το δεξιό εγκεφαλικό ημισφαίριο μέσω του μεσολόβιου.
Λειτουργικά φαίνεται ότι η περιοχή αυτή, που υποστηρίζει και εξασφαλίζει την μεταφορά των ιδεϊκών δεδομένων προς τις ιδεοκινητικές περιοχές, δεν εξασφαλίζει απλά και μόνο τη διαδικασία μεταφοράς και τίποτα παραπάνω. Γιατί αν ήταν έτσι τότε σε περιπτώσεις βλάβης στη συγκεκριμένη περιοχή, οι οποίες είναι αρκετές, θα διακόπτονταν πλήρως αυτή τη διαδικασία, γεγονός που στην κλινική πρακτική δεν παρατηρείται. Δηλαδή αν απλά επρόκειτο για μεταφορά πληροφοριών και τίποτα απολύτως άλλο, τότε θα έπρεπε να έχουμε μία απλή αλαλία, λόγω σύγχυσης.
Από την άλλη πλευρά αν παρατηρήσουμε με προσοχή αυτή την περιοχή θα δούμε ότι υπάρχουν γειτονικές λειτουργικές περιοχές, οι οποίες συμβάλλουν καθοριστικά.
Αυτή η συμβολή επηρεάζει σημαντικά τη δυνατότητα μεταφοράς του ερεθίσματος, ενώ βέβαια ο επηρεασμός αυτός δεν εντοπίζεται αποκλειστικά και μόνο στην αψιδωτή δέσμη, αλλά και σε άλλες εγκεφαλικές δομές, όπως η αντίστοιχη του δεξιού εγκεφαλικού ημισφαιρίου, μέσω του μεσολόβιου. Οπότε η βασική δυσχέρεια της αφασίας αγωγής που είναι η επανάληψη του προφορικού λόγου, μπορεί στα αρχικά στάδια της νόσου να είναι εμφανής, στη συνέχεια όμως και με την επεμβατική θεραπευτική διαδικασία της νευρογλωσσολογικής λογοθεραπείας, επανέρχεται σταδιακά η διαδικασία της επανάληψης του προφορικού λόγου. Η σταδιακή αυτή επαναφορά δεν έχει σχέση με το χρόνο επαναφοράς, όσο με την δομική επαναφορά της λέξης, σε επίπεδο μεγέθους και δομής της λέξης ή/και φράσης.
Η βασική παθολογία της αφασίας αγωγής είναι η αδυναμία τροποποίησης των ήδη κωδικοποιημένων ιδεϊκών δεδομένων σε δεδομένα που να μπορούν να αποκωδικοποιηθούν σε ιδεοκινητικό επίπεδο. Και αν σκεφτούμε λειτουργικά τη διαδικασία και τις δομές του λόγου, αυτή η τροποποίηση είναι σύνολο χωρικών και χρονικών διαδικασιών. Δηλαδή η “ιδέα” η “έννοια” μίας λέξης για να φτάσει να μπορεί να γίνει επεξεργάσιμη σε κινητικό επίπεδο, δηλαδή το “σύμβολο” η “συμβολική διαδικασία”, η οποία είναι “αόρατη“, για να φτάσει να γίνει “ορατή“, μέσα από την ιδεοκινητικής φύσεως διαδικασία του λόγου, πρέπει να “ενδυθεί” το χωρικό και χρονικό ένδυμα, και από σύμβολο να γίνει ηχητική συχνότητα, και από έννοια να γίνει ηχητική ροή, και από ιδέα να γίνει παρούσα λεκτική έκφραση. Αυτό σημαίνει άμεση συμβολή χωρικών και χρονικών διαδικασιών.
Πιο αναλυτικά, η περιοχή της αψιδωτής δέσμης έχει άμεση γειτονική σχέση με τις κεντρικές περιοχές του βρεγματικού λοβού, όπου εντοπίζονται οι χωρικές και χρονικές λειτουργικές διαδικασίες σε συμβολικό επίπεδο στο αριστερό εγκεφαλικό ημισφαίριο και σε αμιγώς χωρικό επίπεδο και αμιγώς χρονικό (χωροχρονική ροή) στο δεξιό εγκεφαλικό ημισφαίριο. Επιπλέον από αυτές τις κεντρικές περιοχές του βρεγματικού λοβού, δηλαδή γειτονικά πάνω από την αψιδωτή δέσμη, θα πρέπει να θυμηθούμε ότι περνά η λειτουργική οδός για τη γραφή, από το ιδεϊκό επίπεδο κατευθυνόμενη προς την δεύτερη μετωπιαία έλικα, όπου η ιδεοκινητική γραφή.
Επίσης κάτω από την αψιδωτή δέσμη, και ιδιαίτερα στους πόδας της, υπάρχει γειτονική αλλά και άμεση λειτουργική σύνδεση με τις πρωτογενείς ακουστικές περιοχές της πρώτης κροταφικής έλικας.
Αυτές οι λειτουργικές διαδικασίες, σε γειτονικές ως προς τη βλάβη περιοχές, σε περίπτωση αφασίας αγωγής, θα πιέσουν και θα συμβάλλουν αρχικά σε λειτουργική επανάκτηση ως ένα βαθμό των δυνατοτήτων της επανάληψης του προφορικού λόγου, και βέβαια στη συνέχεια θα συμβάλλουν και στο πλαίσια της επεμβατικής νευρογλωσσολογικής λογοθεραπείας.
Η αδυναμία ή οι δυσχέρειες της επανάληψης του προφορικού λόγου, σύμπτωμα κυρίαρχο στην αφασία αγωγής, αποτελεί ουσιαστικά αυτό που φαίνεται, το “ορατό” κάποιων “αόρατων” δυσχερειών τις οποίες προαναφέραμε, και οι οποίες ως μη ανεξάρτητες αλλά συμβαλλόμενες μεμαθημένες λειτουργικές διαδικασίες, δρουν συνδετικά (συμβαλλόμενες) και όχι κεντρικά.
Σε ψυχικό επίπεδο οι δυσκολίες – διαταραχές αυτές, από την ελλιπή λειτουργική δραστηριότητα τους θα προκαλέσουν μία εσωτερική αναζήτηση των υπολειμματικών αυτών διαδικασιών, γεγονός που θα προκαλέσει καταθλιπτικές τάσεις, οι οποίες κάποιες φορές θα παίρνουν την εικόνα επιθετικής συμπεριφοράς, στιγμιαίας και με συγκεκριμένη αιτιολογία μέσα από τις αδυναμίες του ασθενή να συνδυάσει τα λεγόμενα των συνομιλητών του με την αισθανόμενη εκ μέρους του πλήρη εννοιολογική σημασία. Δηλαδή πιο απλά, αισθάνεται εντός χώρου – ρυθμού – και χρόνου, αλλά για τους συνομιλητές του, ευρίσκεται εκτός. Σε αυτό βέβαια συμβάλλει και το γεγονός της απουσίας της νοσοαγνωσίας.
Λεκτική Δυνατότητα – Ικανότητα (Προφορικός Λόγος)
Η λεκτική δυνατότητα στην αφασία αγωγής είναι σε πολύ γενικά πλαίσια κανονική με την έννοια της δυνατότητας επικοινωνίας.
Ο ασθενής με αφασία αγωγής, εμφανίζει βέβαια κάποιες δυσχέρειες στην εκπομπή του προφορικού λόγου, οι οποίες είναι, συγχύσεις γραμμάτων σε αμιγώς φωνητικό επίπεδο, παραφασίες σε μορφολογικό επίπεδο γραμμάτων, στοιχεία έλλειψης λέξεων, δυσχέρειες στη ροή του προφορικού λόγου με αρκετές στάσεις ή κοψίματα και βέβαια δυσχέρειες στην επανάληψη του προφορικού λόγου.
Οι συγχύσεις γραμμάτων σε αμιγώς φωνητικό επίπεδο, προέρχονται από την αδυναμία σύνδεσης σε ακουστικό – χρονικό επίπεδο της διαδοχής των γραμμάτων μέσα στα πλαίσια μίας λέξης. Αυτό γιατί προφέροντας μία λέξη, προσπαθεί να της δώσει και να την περιβάλλει με τα χωρο-χρονικά στοιχεία που την περιβάλλουν, και αδυνατεί ταυτόχρονα να παρακολουθήσει την κανονική της ροή, οπότε χρησιμοποιεί φωνητικά σύμβολα χωρίς ιδιαίτερη προσοχή λόγω της καθυστέρησης χρονικά στη διαδοχικότητα της ροής των γραμμάτων στη λέξη.
Για τον ίδιο λόγο άλλωστε παρατηρούνται και παραφασίες σε μορφολογικό επίπεδο των γραμμάτων. Βέβαια δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτές οι διαδικασίες γίνονται με μία αυτοματοποιημένη διαδικασία στην κανονική διαδικασία του λόγου. Αυτός ο αυτοματισμός πλήττεται, όχι στο σύνολο του, αλλά σε ορισμένες από τις διαδικασίες που τον απαρτίζουν. Αυτές οι δυσκολίες μπορούμε να πούμε ότι προέρχονται από τις κεντρικές και άνω περιοχές της αψιδωτής δέσμης.
Τα στοιχεία έλλειψης λέξεων, τα οποία είναι δυνατόν να παρατηρηθούν, οφείλονται στη ροή του προφορικού λόγου, δηλαδή στη χρονική διαδικασία της διαδοχικότητας των λέξεων μέσα στη φράση. Η έλλειψη λέξης μέσα σε μία φράση αλλά και εκτός φράσης, παρατηρείται πάντα σε λέξεις οι οποίες σημαίνουν κάτι, δηλαδή λέξεις με εννοιολογική σημασία, ιδιαίτερα λέξεις με αφηρημένη πολλές φορές έννοια ή δύσκολη έννοια. Και αυτές οι λέξεις είναι συνήθως ουσιαστικά ή ονομασίες, και όχι ρήματα, ή άλλες δομές του λόγου.
Οι λέξεις αυτές απαιτούν αυτοματοποιημένες διαδικασίες, οι οποίες βασίζονται στις λειτουργικές διαδικασίες χώρου ή/και χρόνου. Παρ’ όλα αυτά βέβαια η έλλειψη λέξης στη συγκεκριμένη αφασία στην πραγματικότητα δεν αφορά το σύνολο της λέξης ιδεϊκά ή/και ιδεοκινητικά, αλλά αφορά τη διαδικασία σύνθεσης της λέξης μέσα από τη διαδοχικότητα των γραμμάτων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτές οι δυσκολίες προέρχονται από τις οπίσθιες περιοχές της αψιδωτής δέσμης.
Οι δυσχέρειες στη ροή του προφορικού λόγου με αρκετές στάσεις ή κοψίματα, οφείλονται στη χρονική καθυστέρηση επεξεργασίας της διαδοχικότητας των γραμμάτων μέσα στη λέξη, όπως επίσης και στις καταθλιπτικές τάσεις του συγκεκριμένου ασθενή. Γίνεται μία στάση μέσα στα πλαίσια της εκπομπής για να ελεγχθεί η παρουσία συγκεκριμένων γραμμάτων, τα οποία έπονται, και αυτό σε ιδεοκινητικό κυρίως επίπεδο. Αυτές οι δυσκολίες θα μπορούσαμε να πούμε ότι εντοπίζονται στις πρόσθιες περιοχές της αψιδωτής δέσμης.
Τέλος οι δυσχέρειες στην επανάληψη του προφορικού λόγου οφείλονται στο σύνολο των ανωτέρω δυσκολιών, και για το λόγο αυτό εμφανίζονται έντονα στις αρχές της νόσου, αλλά σταδιακά και κατά περιόδους είναι δυνατόν να ελαττώνονται σημαντικά. Βασικό ρόλο παίζει το μέγεθος, αλλά και η δομή σε λεκτικά στοιχεία (συνδυασμοί γραμμάτων) της λέξης, όπως επίσης και το εάν ο ασθενής χρησιμοποιούσε συχνά η όχι κάποια λέξη.
Η ονομασία αντικειμένων, προσώπων, ακολουθεί ακριβώς την ίδια εικόνα με αυτήν του προφορικού λόγου που ήδη περιγράψαμε.
Ο αυθόρμητος λόγος, δεν εμφανίζει καμία δυσχέρεια.
Κατανόηση Προφορικού Λόγου
Η κατανόηση του προφορικού λόγου εκ μέρους του ασθενή με αφασία αγωγής δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσχέρειες. Βέβαια στα αρχικά στάδια της νόσου ο ασθενής είναι δυνατόν να δίνει την εντύπωση ότι δεν αντιλαμβάνεται τα λεγόμενα των συνομιλητών του, ή ακόμα ότι αργεί να τα αντιληφθεί. Αυτό είναι φυσιολογικό, πρώτον λόγω του σοκ που υπέστη με την έναρξη της νόσου και δεύτερον γιατί προσπαθεί να ανταποκριθεί, δηλαδή καταναλώνει όλη του την προσπάθεια σε μία απάντηση, η οποία έχει σημαντικές δυσκολίες, οπότε δίνει την εντύπωση ότι υστερεί σε επίπεδο κατανόησης. Αυτή όμως η κατάσταση υποχωρεί σχετικά σύντομα.
Επιπλέον και σχεδόν πάντα στα αρχικά στάδια της νόσου, η χρήση από τους συνομιλητές του ασθενή μεγάλων ή δυσνόητων λέξεων, με δύσκολες και αφηρημένες έννοιες, σίγουρα θα του προκαλέσουν κάποιες δυσκολίες στην ανταπόκρισή του, γεγονός που θα φανεί ως αδυναμία κατανόησης, χωρίς όμως να είναι στην πραγματικότητα.
Σε περιπτώσεις όπου η βλάβη εκτείνεται και προς τα κάτω και ιδιαίτερα προς τις πρωτογενείς ακουστικές περιοχές, θα πρέπει να ελεγχθεί και η δυνατότητα της ακοής του ασθενή σε γνωστικό επίπεδο, δηλαδή αν υπάρχουν ακουστικές αγνωσίες.
Από την άλλη πλευρά η ψυχική του διάθεση είναι δυνατόν να μην του επιτρέπει κάποιες φορές να δώσει τη δέουσα προσοχή, επειδή κλείνεται στον εαυτό του, και βέβαια δημιουργεί την εντύπωση ότι δεν ακούει ή βέβαια ότι δεν κατανοεί τον προφορικό λόγο.
Δυνατότητα Γραφής
Η δυνατότητα της γραφής στην αφασία αγωγής δεν παρουσιάζει ιδιαίτερα προβλήματα. Τα προβλήματα τα οποία θα παρουσιασθούν είναι ακριβώς τα ίδια με αυτά του προφορικού λόγου, δηλαδή καθυστέρηση στη ροή της γραφής, συγχύσεις – αντικαταστάσεις κάποιων γραμμάτων και ιδιαίτερα συμφώνων, κάποια προβλήματα στη διαδοχή των γραμμάτων μέσα στη λέξη, όπως και στάσεις κατά τη διάρκεια της γραφής, για να μπορέσει να βρει τη συνέχεια. Η γραφή ουσιαστικά δεν έχει κανένα πρόβλημα, ούτε στην ιδεϊκή ούτε στην ιδεοκινητική της μορφή. Το μόνο πρόβλημα το οποίο είναι δυνατόν να παρουσιαστεί είναι θα λέγαμε σε επίπεδο αγωγής του γραπτού λόγου από την ιδεϊκή στην ιδεοκινητική του μορφή, γεγονός που σημαίνει ότι τα σημαντικότερα προβλήματα θα είναι στην καθ’ υπαγόρευση γραφή. Άλλωστε η περιοχή της λειτουργικής σύνδεσης από την περιοχή της ιδεϊκής προς την ιδεοκινητική γραφή, περνά πάνω ακριβώς από την άνω περιοχή της αψιδωτής δέσμης, γεγονός που δικαιολογεί αυτή την παθολογία.
Παρ΄όλα αυτά όμως η εξάσκηση επιφέρει πολύ σύντομα θετικά αποτελέσματα, ενώ πολύ σημαντικό ρόλο παίζει το αν ο ασθενής είναι εγγράμματος ή λιγότερο εγγράμματος.
Η πληκτρολόγηση τέλος και η εμφάνιση των γραμμάτων σε μία οθόνη υπολογιστή, θα έχει μεγαλύτερες δυσκολίες αρχικά για δύο λόγους. Πρώτον στο να βρει και να χτυπήσει το συγκεκριμένο γράμμα στο πληκτρολόγιο και δεύτερον στο να δει αν αυτό είναι το σωστό γράμμα, παρατηρώντας την οθόνη.
Αυτές οι δυσκολίες ελαττώνονται στη συνέχεια.
Κατανόηση Γραπτού Λόγου
Η κατανόηση της έννοιας ή των εννοιών που προέρχονται από ένα γραπτό κείμενο, δεν παρουσιάζει κάποιες δυσχέρειες στους ασθενείς με αφασία αγωγής.
Φυσική Κατάσταση (Ημιπληγία)
Ο ασθενής με αφασία αγωγής έχει σχετικά πολύ καλή φυσική κατάσταση.